Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

Ανακάλημα Μένη Κουμανταρέα(1931-2014)

του Λευτέρη Φράτη
Φοιτητή του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών

Συμφωνούμε σ’ αυτό. Ένας συγγραφέας πάντοτε αφήνει ερωτηματικά: Με τις γραμμές του, το μυαλό του, τη μαγιά της εμπειρίας του, τον θάνατο του, την κληρονομιά του και άλλα πολλά. Το ζήτημα είναι ποιος είναι σε θέση να τα απαντήσει. Πολλοί θα πουν, ούτε και ο ίδιος ο δημιουργός.
Δεν είναι χωρίς βάση ο συλλογισμός τους, αν σκεφτεί κανείς το κόμπιασμα των δημιουργών απέναντι στις εξονυχιστικές ερωτήσεις δημοσιογράφων, βιβλιοκριτικών και αναγνωστών  που συχνά καταλήγει σε παύση και αδυναμία.
Ο Κουμανταρέας, εάν επέστρεφε στη ζωή, σίγουρα θα έγραφε για τον θάνατό του καθότι συγγραφέας εμπειρίας και παρατήρησης. Δεν θα έδινε όμως κατάθεση στην Αστυνομία και θα πρότεινε τη σιωπή.         
Σπουδαίος Αθηναιογράφος, διέπλασε την πρωτεύουσα και την πλατεία Βικτωρίας στα μάτια των Ελλήνων αναγνωστών  σαν μια κορφή απάτητη. Ουσιαστικά όμως, επιχείρησε μια κατάδυση στα μύχια της ψυχής αφανών ηρώων της καθημερινότητας, που κρυμμένοι στα ρούχα τους, ζούσαν με τις αντιφάσεις τους, αλλά και την εμμονή τους για ζωή.
          Στο προτελευταίο βιβλίο του  «Ο θησαυρός του Χρόνου» αισθητοποιεί την παύση ενός ανθρώπου που στέκεται, αλλά δρα συγχρόνως  να αναλογιστεί τη ζωή του, να προσπαθήσει να εντοπίσει ερμηνείες, να ανακαλέσει μορφές και ταύτιση και να βρει την ουσία. Η «αγαπημένη του Λιλή» που ακροβατεί ανάμεσα στο θάνατο και τη ζωή με το «γκροφρέ κανατάκι της» για να μη διψάσει το βράδυ, η πάλη του συγγραφέα να εντοπίσει που την προδίδει με τη στάση του και που αποδεικνύει την αγάπη του και τα εσωστρεφή νυχτοπερπατήματά του, συνθέτουν την οδό για την ανακάλυψη του Θησαυρού του χρόνου.               
Ο Μένης Κουμανταρέας, ο ευεργέτης της απόφασής μας να εντρυφήσουμε στα γυμνασιακά μας χρόνια, στη σοβαρή και ποιοτική λογοτεχνία, βρήκε άσχημο και ατιμωτικό θάνατο.
Τώρα πλέον, δεν έχουμε κοντά μας τη φυσική του παρουσία, με την απαράμιλλη αρχοντιά, τη σεμνότητα και τη ευγένειά της.
Ο Κουμανταρέας ήταν Αθηναίος με όλη τη σημασία της λέξης. Ανήκε στην αίγλη μιας Αθήνας, που πλέον γίνεται αντιληπτή με έναν ανάγλυφο, αλλά δύσκολο τρόπο.
Δίδαξε, ότι δεν είναι απαραίτητο να είναι κανείς κάτοχος Πανεπιστημιακών τίτλων, για να δοξάσει με τη γραφή του τη Λογοτεχνία.                                                              Ατράνταχτο επιχείρημα, είναι η αφυδάτωση, που υφίσταται η λογοτεχνία σήμερα από πολλούς φιλολόγους.                                                                                                                                                                                                                                           

Στο βιβλίο του «Σεραφείμ και Χερουβείμ» μιλάει για την καταπίεση ενός νέου,  που του αρέσει η Όπερα, όμως αφίσταται του θλιβερού ακαδημαϊκού περιβάλλοντος με τις σοβαροφανείς φοιτήτριες της Φιλοσοφικής…
Η γραφή του Μ.Κ μας υπενθύμισε, ότι το είναι κανείς ελευθερόφρων, αυτό εκπορεύεται μέσα από τη νηφαλιότητα απέναντι στον άνθρωπο και τις δύσκολες καταστάσεις,  που αυτός διέρχεται.

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

«Προβλέφθηκαν ακόμη 
πιο δύσκολες μέρες
κι ήταν όλες χάδια ενός μωρουδιακού γέλιου.
Μόλις ξημερώνει
κινούμαστε αδιάφορα,
μόλις βραδιάζει κοιτάμε για τελευταία φορά.
Το δρόμο, τα χαμόγελα,
τα πόδια
που δε λεν να ξεκολλήσουν απ' τη γη.
κάνουμε τη σιωπή
παιχνίδι
που προλάβαμε να βαρεθούμε.»


Λευτέρης Φράτης
ιανουάριος